σκύβαλο

σκύβαλο
το
1. ό,τι μένει μετά το κοσκίνισμα του σιταριού: Μάζεψε τα σκύβαλα για τις κότες.
2. ό,τι πετιέται, σκουπίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… …   Dictionary of Greek

  • ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… …   Dictionary of Greek

  • περικάταγμα — τὸ, Α οτιδήποτε απομένει μετά από καθαρισμό και είναι για πέταμα, το απόβλημα, το σκύβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάταγμα «σπάσιμο κομμάτι, τεμάχιο»] …   Dictionary of Greek

  • σκυβάλισμα — τὸ, Α [σκυβαλίζω] το σκύβαλο …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλώδης — ες, / σκυβαλώδης, ῶδες, ΝΑ [σκύβαλον] όμοιος με σκύβαλο, ευτελής …   Dictionary of Greek

  • ψάχαλο — το, Ν 1. ψίχουλο 2. αποκοσκινίδι δημητριακών, σκύβαλο 3. σκουπιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίχαλα / ψιχάλα, κατά τον φωνηεντισμό τού ψακάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”